Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Η Τελευταία Πράξη

Ας ξαλαφρώσουμε λίγο απ' τη μαυρίλα των ημερών με μια Εγκληματικά Ασύστολη ιστορία.

Η ιδέα και μόνο ότι ακόμη υπάρχει, ότι συνεχίζει να είναι ζωντανός και ελεύθερος, τον κάνει να χάνει την ηρεμία και τον ύπνο του, να γίνεται στ’ αλήθεια κουρέλι απ’ τα νεύρα. Από τον καιρό που μπήκε στο επάγγελμα μονάχα αυτός του ξέφυγε. Αυτός μόνο εξακολουθεί να του ξεφεύγει. Σιγά-σιγά, με πρόγραμμα, μεθοδικά, κατάφερε και ξεφορτώθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλα τα βρωμερά κατακάθια που του έκαναν τη ζωή δύσκολη και δικαίωσε τη φήμη που από πάντοτε λες τον ακολουθούσε, σαν του πιο δυνατού, σαν του καλύτερου και του πιο αδίστακτου λαγωνικού. Αυτός! Αυτός είναι το κρίμα του. Το μόνο τρωτό σημείο στο νοητό χάρτη της παντοδυναμίας του. Πρέπει να τον βγάλω απ’ τη μέση και πρέπει να το κάνω σύντομα. Αυτή είναι τώρα πια η μία και μοναδική, η μόνιμη επωδός του.
Ή αυτός ή εγώ! σκέφτεται και ώρα με την ώρα, ημέρα με την ημέρα, παίρνει να καταστρώνει στο πολύστροφο μυαλό του το τέλειο σχέδιο. Ένα σχέδιο που στην τελική ευθεία γνωρίζει πολύ καλά πώς δε χρειάζεται, αλλά που τουλάχιστον του γαληνεύει το μέσα του, του οριοθετεί τους στόχους.
Αρχίζει να τον παρακολουθεί στενά, αλλά διακριτικά, από απόσταση, σε διαφορετικές ώρες και μέρες της βδομάδας. Θέλει να μάθει την κάθε του κίνηση, να την ξεσηκώσει, να τη χαρτογραφήσει. Θέλει να ξέρει τι ώρα πηγαίνει στη δουλειά και πότε φεύγει. Έχει φίλους; Ποιοι είναι αυτοί; Γκόμενα; Τον ανέχεται καμία; Ποιες είναι οι αδυναμίες του; Πότε είναι πιο ευάλωτος; Μόνο όταν τα μάθει όλ’ αυτά και τότε μόνο θα κάνει την κίνησή του, τη μοιραία, στη σκακιέρα.
Ωστόσο, αυτή είναι μια χρονοβόρα και ψυχοφθόρα διαδικασία. Μια διαδικασία επώδυνη, που του κλέβει στάλα στάλα της άλλοτε συναρπαστικής του καθημερινότητας όλες τις μικρές χαρές, που τον κάνει σκληρό, λιγομίλητο κι απόμακρο και που δημιουργεί προβλήματα στην ερωτική του ζωή.
Μέχρι να τον καθαρίσω δε θα ησυχάσω, αποφασίζει. Πώς να ησυχάσει άλλωστε; Αν είχε να κάνει μ’ ένα οποιοδήποτε άλλο ανθρωπάκι δε θα το σκεφτόταν δεύτερη φορά το θέμα. Απλά θα πήγαινε και θα τον σκότωνε. Ετούτος, όμως, ο αντίπαλος δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι σκληρό καρύδι κι επικίνδυνος. Και ξύπνιος πολύ. Αυτά του τα προσόντα, τ’ αναγνωρίζει, τα φοβάται και τα σέβεται. Τον σέβεται. Επειδή απ’ όλο το συρφετό που τον περιτριγυρίζει μονάχα αυτός δε μασάει. Ποιος ξέρει, ίσως και να του λείψει ο βρομιάρης όταν πάει στα θυμαράκια, αφού οι άλλοι, αυτοί που θα ζήσουν, μπροστά του μοιάζουν σαν άκακα μαθητούδια.
Πέρασαν μέρες πολλές, άγρυπνες και πικρόγλυκα οδυνηρές, κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί την απόμακρη κι αόρατη σκιά του εχθρού του. Τον μελετά ακόμη, τον μαθαίνει, όλο και πιο πολύ. Δε θα είναι εύκολο θήραμα αυτός. Καθόλου εύκολο δε θα είναι. Οι κινήσεις του όλες μοιάζουν αυθόρμητες, αλλά είναι μετρημένες, υπολογισμένες στην εντέλεια. Δε δείχνει να φοβάται τίποτα και κανένα. Με την ίδια άνεση, ψεύτικη ή αληθινή, κινείται σε όλους τους χώρους, αλλά μοιάζει να βρίσκεται πάντα σ’ επιφυλακή. Αν ήταν γυναίκα θα τον ερωτευόμουν, σκέφτεται ο κυνηγός σαρκαστικά και παίρνει να γελά παρέα με τον εαυτό του. Αλλά δεν είναι γυναίκα. Γι’ αυτό και θα πεθάνει.
Είναι νύχτα βαθιά, σκοτεινή, ντυμένη στα γκρίζα σύννεφα, χειμωνιάτικη. Τον ακολουθεί από μακριά πολύ με το αυτοκίνητο – μια ζωή το κάνει αυτό, τελειοποίησε την τέχνη της παρακολούθησης. Απόψε θα γραφτεί η τελευταία πράξη του προσωπικού του δράματος, στο μυαλό του δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Τον βλέπει να σταθμεύει το αμάξι του σ’ ένα απόμερο και ερειπωμένο σοκάκι και να βγαίνει έξω ρίχνοντας φευγαλέες ματιές δεξιά κι αριστερά. Όχι, δεν τον έχει εντοπίσει, αυτό είναι αδύνατον. Απλά είναι -όπως πάντα- σε εγρήγορση, παίρνει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις, αφού προφανώς δε θέλει να δει κανείς που θα πάει. Ωστόσο αυτός, ο διώκτης του, τον ξέρει. Τον ξέρει πια πολύ καλά, καλύτερα κι απ’ τον εαυτό του τον ίδιο. Στο μπουρδέλο! σκέφτεται και χαμογελά. Εκεί πάει. Στο μπουρδέλο. Εκεί που θα είναι πιο ευάλωτος και πιο αδύναμος, από κάθε άλλη φορά. Εκεί που όλες του οι άμυνες θα πέσουν απερίσκεπτα, αμαχητί.
Τον παρατηρεί με ένταση και μια υποψία αγωνίας καθώς μπαίνει βιαστικά σ’ ένα παλιό διώροφο. Αφήνει να περάσουν λίγα λεπτά και ακολουθεί τ’ αχνάρια του. Ανοίγει την πόρτα σ’ ένα υποφωτισμένο διάδρομο. Στο βάθος ακούει φωνές γυναικών και να παίζει κάποια μουσική που δεν αναγνωρίζει. Πλησιάζει αργά, αθόρυβα προς το μέρος τους, νιώθοντας ένα κόμπο στο στομάχι και έχοντας όλες του τις αισθήσεις σ’ επιφυλακή. Ρίχνει μέσα μια φευγαλέα προσεκτική ματιά. Δεν είναι εκεί. Μονάχα μερικά κορίτσια κάθονται ημίγυμνα στους καναπέδες και συζητάνε. Θα είναι επάνω. Πρέπει να πάρει μια κοπέλα. Δεν γίνεται αλλιώς. Κάνει νόημα με το κεφάλι σ’ εκείνη που είναι πιο κοντά του. Σηκώνεται και τον ακολουθεί. Είναι στην πρίζα, αλλά το ξέρει – το ξέρει ότι όλα θα πάνε στο τέλος καλά.
Όλες οι πόρτες είναι ανοικτές, εκτός από μία. Η τύχη του χαμογελά. Της χαμογελά με σιωπηλές ευχαριστίες κι αυτός. Συνεχίζει να περπατά, με βήματα επίτηδες αργά, με τη γυναίκα που τον συνοδεύει μέχρι το δωμάτιό της. Εκεί της λέει να γδυθεί και να τον περιμένει καθώς ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη για ένα ποτό και θα πήγαινε κάτω για να το πάρει.
Τα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα που ακολουθούν, καθώς κατευθύνεται προς το μέρος που κρύβεται, ερωτικά αγκομαχώντας, ο εχθρός του, τού φαίνονται αιώνες. Κάνει ένα βήμα. Κι άλλο ένα. Κι ένα ακόμη. Εντελώς αθόρυβα. Με την ψυχή στο στόμα και κρύο ιδρώτα να του λούζει το πρόσωπο και την πλάτη. Φτάνει εκεί. Στην πόρτα. Δε θα είναι κλειδωμένη. Ξέρει τα κατατόπια καλά. Το ξέρει κι αυτό. Στήνει αυτί απ’ έξω. Ακούει τους λάγνα αναμενόμενους ήχους. Ήρθε η ώρα της αλήθειας! σκέφτεται και κάνει το σταυρό του. Βγάζει με χέρι που κολλά το περίστροφο απ’ την τσέπη. Γυρίζει το πόμολο αργά, σαν αμαρτία, με κομμένη την ανάσα, αλλά την πόρτα την ανοίγει απότομα, μεμιάς, θέλοντας να πιάσει τον εχθρό εξ’ απροόπτου, κάνοντας παράλληλα μια θεαματική, σχεδόν κινηματογραφική είσοδο.

Θα πεθάνεις βρωμόμπα- προλαβαίνει να πει, προτού η σφαίρα τού τρυπήσει την καρδιά, πιτσιλίζοντας την πόρτα και τους τοίχους με σάρκα και αίμα και ξεσηκώνοντας το κτήριο όλο με της αγωνίας και του φόβου τις σπαρακτικές κραυγές.


9 σχόλια:

Μαρια Νικολαου είπε...

Πολυ μου αρεσουν αυτα...
Μα πολυ ομως :)

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό!
Καλώς σε βρήκα!

Unknown είπε...

αχ, τον έφαγε μπαμπέσικα!

ιστορίες που έχουν να λένε αυτά τα σπίτια,ε;

:))

φιλιά βρόχινα...

stalamatia είπε...

Ναι μόνο που τον ήξερε πολύ καλά και ο άλλος.
Χμ όποιος σκάβει το.....

jacki είπε...

Λάκη μου την επόμενη φορά μη λερώσεις το σπίτι.. Βρες άλλη μέθοδο.. Αίμα.. Δε βγαίνει και από τα υφάσματα εύκολα.
;)

Viviane Colette είπε...

ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΝΑ ΕΧΕΙΣ!!!

faraona είπε...

Τελικα δεν θέλει πολυ ο ανθρωπος για να σαλτάρει...λιγο θέλει...

καλημερες

ναδα.- είπε...

make love
not war

nice

:)

lakis είπε...

Όπως πάντα: Σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας. Σε δυο βδομάδες, που υπολογίζω να τελειώσω το βιβλίο, θα επανέλθω σε κανονικούς μπλογκερικούς ρυθμούς. Να'στε καλά και να χαμογελάτε